Αναρτήσεις

το facebook στις μέρες μας

Εικόνα
 Έµεινα εκτός για τέσσερις ολόκληρες ηµέρες από το φατσοτέφτερο. Έχασα εκδηλώσεις, την επαφή µε πολλούς φίλους και γνωστούς, µε τους οποίους από εκεί είχαµε σχεδόν καθηµερινή επικοινωνία. Έµοιαζε λίγο µε την απεξάρτηση από το τσιγάρο, όπου συχνά πιάνεις τον εαυτό σου να µην ξέρει τι να κάνει µε τα χέρια ή το χρόνο του. Γρήγορα συνειδητοποίησα ότι κέρδισα και πολλά. Χρόνο, για παράδειγµα, να διαβάσω ένα βιβλίο, να δω µια ταινία χωρίς να διασπάται η προσοχή µου από ειδοποιήσεις, λιγότερο άγχος για το µήπως δεν απάντησα σε κάποιο µήνυµα και, φυσικά, έπαιξα με τον ανιψιό μου . Όταν σταµάτησα την παράλληλη ζωή µου εκεί, νοµίζω ότι έζησα λίγο πιο έντονα την κανονική. Ακόµη κι αν σε πολλές συζητήσεις ένιωθα αποξενωµένος, αφού συχνά οι φίλοι σχολίαζαν αναρτήσεις, σχόλια ή ενηµερώσεις που δεν είχα δει. Έτσι κατάλαβα γιατί εσχάτως όλο και εντείνεται µια τάση αποµάκρυνσης από το µέσο.  Αυτό που µου άρεσε ήταν το ότι είχα καταφέρει να βρω φίλους µε τους οποίους είχα χάσει κάθε επαφή τα τελευταί

Ιστορία της Κάσου που έγινε τραγούδι

Εικόνα
Ο «Αφούσης» ήταν ένας καλός και εγγράμματος νέος. Κάποτε όταν μετέβη στην Κρήτη, όπου είχε συγγενείς, αντίκρισε να σφάζεται μπρος στα μάτια του ο πατέρας. Αυτή ήταν η αιτία που παραλόγισε και όταν έφθασε στην Κάσο σε κατάσταση μωρίας, δεν μπορούσε πια να εργαστεί ως δάσκαλος. Έτσι, περιφερόταν στους δρόμους του νησιού ξυπόλυτος, με τρύπιο παντελόνι που το βαστούσε ένα μάλλινο ζωνάρι στη μέση και ξεκουμπωμένο πουκάμισο. Στο χέρι του κρατού σε ένα καλάθι και τον συνόδευε πάντα ο πιστός του σκύλος, ο Λεονταρής, που μοιραζόταν μαζί του τα ξεροκόμματα, που του πρόσφεραν. Συνήθως φορούσε στο κεφάλι του περισσότερα από πέντε καπέλα…Παρά την ψυχολογική και διανοητική του κατάσταση, ποτέ δεν έβλαψε κανένα και γνώριζε κάθε κατοίκου την ιδιότητα. Οι συμπατριώτες του όταν γλεντούσαν τον έβαζαν στην παρέα τους, γιατί με ένα ποτηράκι, ο Αφούσης άρχιζε να διηγείται διάφορες ιστορίες και μύθους ή να ταιριάζει στίχους προκαλώντας το γέλιο τους. Η πιο συχνή του φράση ήταν: «Εγώ Αφούσης παλλαρός;…»